ενάντιο

ενάντιο
τό
1) противоположность;

κάνω το ενάντιο από το σωστό ( — или απ' ό, τι πρέπει) — а) делать наперекор; — б) поступать наоборот;

2) затруднение, помеха; неудача

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενάντιο" в других словарях:

  • εναντίο(ν) — επίρρ. (με γεν.) 1. ενάντια, κόντρα: Και θανάσιμον τινάζεις εναντίο τους κεραυνό (Δ. Σολωμός). 2. αντίθετα με κάτι, με παράβαση: Η απόφασή του ήταν εναντίον της λογικής. 3. με το άρθρ., τουναντίο(ν), αντίθετα, αντίστροφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • ηναντιωμένως — ἠναντιωμένως (Α) επίρρ. με αντίθετο, με ενάντιο τρόπο, εναντίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναντιωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. εναντιούμαι] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] …   Dictionary of Greek

  • υπεναντίως — Α επίρρ. κατά τρόπο ενάντιο σε κάτι («ὑπεναντίως τῷ νόμῳ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐνάντιος (πρβλ. ἀπ εναντίος)] …   Dictionary of Greek

  • απεναντίας — επίρρ. τροπ., αντίθετα, το ενάντιο: Δεν ευχαριστήθηκα μ’ αυτά που έγιναν, απεναντίας στενοχωρήθηκα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενάντιος — α, ο επίρρ. α 1. αντίθετος, αντιμέτωπος: Έχουμε ενάντιο το ρεύμα του ποταμού. 2. ανάποδος, αντίξοος, εχθρικός: Όλα ενάντια μου ήρθαν. 3. διάφορος, διαφορετικός, ασύμφωνος: Είναι ενάντιοι χαρακτήρες. 4. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., ενάντια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»